Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
νεβροτόκος
νεβροφανής
View word page
νεβριδόπεπλος
clad in fawnskin

ShortDef

clad in fawnskin

Debugging

Headword:
νεβριδόπεπλος
Headword (normalized):
νεβριδόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
νεβριδοπεπλος
IDX:
58895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58896
Key:

Data

{'content': 'clad in fawnskin'}