Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
νεβρός
View word page
νεβρῆ
fawnskin
ShortDef
fawnskin
Debugging
Headword:
νεβρῆ
Headword (normalized):
νεβρῆ
Headword (normalized/stripped):
νεβρη
IDX:
58893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58894
Key:
Data
{'content': 'fawnskin'}