Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
νεβρισμός
νεβρίτης
νεβρόγονος
νεβρόομαι
View word page
νέβρειος
of a fawn

ShortDef

of a fawn

Debugging

Headword:
νέβρειος
Headword (normalized):
νέβρειος
Headword (normalized/stripped):
νεβρειος
IDX:
58892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58893
Key:

Data

{'content': 'of a fawn'}