Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
View word page
ἀνακραδεύω
brandish
ShortDef
brandish
Debugging
Headword:
ἀνακραδεύω
Headword (normalized):
ἀνακραδεύω
Headword (normalized/stripped):
ανακραδευω
IDX:
5888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5889
Key:
Data
{'content': 'brandish'}