Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νέβρινος
νεβρίς
View word page
νέατος
the last, uttermost, lowest
ShortDef
the last, uttermost, lowest
(postHom.) latest, last
Debugging
Headword:
νέατος
Headword (normalized):
νέατος
Headword (normalized/stripped):
νεατος
IDX:
58888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58889
Key:
Data
{'content': 'the last, uttermost, lowest'}