Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
View word page
νεάτη
the lowest of the three strings

ShortDef

the lowest of the three strings

Debugging

Headword:
νεάτη
Headword (normalized):
νεάτη
Headword (normalized/stripped):
νεατη
IDX:
58886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58887
Key:

Data

{'content': 'the lowest of the three strings'}