Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεάπολις
νεαροηχής
νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
νεβρίας
View word page
νέασις
breaking-up of fallow land

ShortDef

breaking-up of fallow land

Debugging

Headword:
νέασις
Headword (normalized):
νέασις
Headword (normalized/stripped):
νεασις
IDX:
58884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58885
Key:

Data

{'content': 'breaking-up of fallow land'}