Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεαοιδός
Νεάπολις
νεαροηχής
νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
νέβρειος
νεβρῆ
View word page
νεάσιμος
to be ploughed up
ShortDef
to be ploughed up
Debugging
Headword:
νεάσιμος
Headword (normalized):
νεάσιμος
Headword (normalized/stripped):
νεασιμος
IDX:
58883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58884
Key:
Data
{'content': 'to be ploughed up'}