Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεανισκεύομαι
νεανίσκος
νεαοιδός
Νεάπολις
νεαροηχής
νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
νέβραξ
View word page
νεάρωσις
rejuvenation

ShortDef

rejuvenation

Debugging

Headword:
νεάρωσις
Headword (normalized):
νεάρωσις
Headword (normalized/stripped):
νεαρωσις
IDX:
58881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58882
Key:

Data

{'content': 'rejuvenation'}