Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεανισκεύματα
νεανισκεύομαι
νεανίσκος
νεαοιδός
Νεάπολις
νεαροηχής
νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
νεασπάτωτος
νεάτη
νεατός
νέατος
νέατος2
νεάω
View word page
νεαροφόρος
newly-bearing
ShortDef
newly-bearing
Debugging
Headword:
νεαροφόρος
Headword (normalized):
νεαροφόρος
Headword (normalized/stripped):
νεαροφορος
IDX:
58880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58881
Key:
Data
{'content': 'newly-bearing'}