Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεανικέω
νεανικός
νεανικότης
νεᾶνις
νεανισκαρχέω
νεανισκάρχης
νεανισκεύματα
νεανισκεύομαι
νεανίσκος
νεαοιδός
Νεάπολις
νεαροηχής
νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
νεάρωσις
νεάς
νεάσιμος
νέασις
View word page
Νεάπολις
new city

ShortDef

new city

Debugging

Headword:
Νεάπολις
Headword (normalized):
νεάπολις
Headword (normalized/stripped):
νεαπολις
IDX:
58874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58875
Key:

Data

{'content': 'new city'}