Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
View word page
ἀνακούφισμα
a relief
ShortDef
a relief
Debugging
Headword:
ἀνακούφισμα
Headword (normalized):
ἀνακούφισμα
Headword (normalized/stripped):
ανακουφισμα
IDX:
5886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5887
Key:
Data
{'content': 'a relief'}