Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεαμελγής
νέανδρος
νεανεία
Νεάνθης
νεανθής
νεανίας
νεανιεία
νεανίευμα
νεανιεύομαι
νεανικέω
νεανικός
νεανικότης
νεᾶνις
νεανισκαρχέω
νεανισκάρχης
νεανισκεύματα
νεανισκεύομαι
νεανίσκος
νεαοιδός
Νεάπολις
νεαροηχής
View word page
νεανικός
youthful, fresh, active, vigorous

ShortDef

youthful, fresh, active, vigorous

Debugging

Headword:
νεανικός
Headword (normalized):
νεανικός
Headword (normalized/stripped):
νεανικος
IDX:
58865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58866
Key:

Data

{'content': 'youthful, fresh, active, vigorous'}