Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεαλής
νεάλωτος
νεάματα
νεαμελγής
νέανδρος
νεανεία
Νεάνθης
νεανθής
νεανίας
νεανιεία
νεανίευμα
νεανιεύομαι
νεανικέω
νεανικός
νεανικότης
νεᾶνις
νεανισκαρχέω
νεανισκάρχης
νεανισκεύματα
νεανισκεύομαι
νεανίσκος
View word page
νεανίευμα
a youthful (spirited or wanton) action
ShortDef
a youthful (spirited or wanton) action
Debugging
Headword:
νεανίευμα
Headword (normalized):
νεανίευμα
Headword (normalized/stripped):
νεανιευμα
IDX:
58862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58863
Key:
Data
{'content': 'a youthful (spirited or wanton) action'}