Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
View word page
ἀνακούφισις
relief

ShortDef

relief

Debugging

Headword:
ἀνακούφισις
Headword (normalized):
ἀνακούφισις
Headword (normalized/stripped):
ανακουφισις
IDX:
5885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5886
Key:

Data

{'content': 'relief'}