Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
νεαίρετος
νεακόνητος
νεαλδής
νεάλεστος
νεαλής
νεάλωτος
νεάματα
νεαμελγής
νέανδρος
νεανεία
Νεάνθης
νεανθής
View word page
νεακόνητος
newly-whetted
ShortDef
newly-whetted
Debugging
Headword:
νεακόνητος
Headword (normalized):
νεακόνητος
Headword (normalized/stripped):
νεακονητος
IDX:
58849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58850
Key:
Data
{'content': 'newly-whetted'}