Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
View word page
ἀνακουφίζω
to lift up

ShortDef

to lift up

Debugging

Headword:
ἀνακουφίζω
Headword (normalized):
ἀνακουφίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακουφιζω
IDX:
5884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5885
Key:

Data

{'content': 'to lift up'}