Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
νεαίρετος
νεακόνητος
νεαλδής
νεάλεστος
νεαλής
νεάλωτος
νεάματα
νεαμελγής
View word page
νεάγγελτος
newly

ShortDef

newly

Debugging

Headword:
νεάγγελτος
Headword (normalized):
νεάγγελτος
Headword (normalized/stripped):
νεαγγελτος
IDX:
58845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58846
Key:

Data

{'content': 'newly'}