Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
νεαίρετος
νεακόνητος
νεαλδής
νεάλεστος
νεαλής
νεάλωτος
νεάματα
View word page
νέα
fallow land (LSJ νειός)

ShortDef

fallow land (LSJ νειός)

Debugging

Headword:
νέα
Headword (normalized):
νέα
Headword (normalized/stripped):
νεα
IDX:
58844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58845
Key:

Data

{'content': 'fallow land (LSJ νειός)'}