Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυφάγος
ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
νεαίρετος
νεακόνητος
νεαλδής
νεάλεστος
νεαλής
νεάλωτος
View word page
νεʹ
55
ShortDef
55
Debugging
Headword:
νεʹ
Headword (normalized):
νεʹ
Headword (normalized/stripped):
νεʹ
IDX:
58843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58844
Key:
Data
{'content': '55'}