Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυτοπαίδιον
ναυφάγος
ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
νεαίρετος
νεακόνητος
νεαλδής
νεάλεστος
νεαλής
View word page
νάω
to flow

ShortDef

to flow

Debugging

Headword:
νάω
Headword (normalized):
νάω
Headword (normalized/stripped):
ναω
IDX:
58842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58843
Key:

Data

{'content': 'to flow'}