Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυτολογέω
ναυτολόγος
ναυτοπαίδιον
ναυφάγος
ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
νεαίρετος
νεακόνητος
νεαλδής
View word page
ναφρόν
linen thread
ShortDef
linen thread
Debugging
Headword:
ναφρόν
Headword (normalized):
ναφρόν
Headword (normalized/stripped):
ναφρον
IDX:
58840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58841
Key:
Data
{'content': 'linen thread'}