Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
View word page
ἀνάκουστος
not hearing, deaf

ShortDef

not hearing, deaf

Debugging

Headword:
ἀνάκουστος
Headword (normalized):
ἀνάκουστος
Headword (normalized/stripped):
ανακουστος
IDX:
5883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5884
Key:

Data

{'content': 'not hearing, deaf'}