Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυτιλοφθόρος
ναυτιώδης
ναυτοδίκαι
ναυτολογέω
ναυτολόγος
ναυτοπαίδιον
ναυφάγος
ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
νεάζω
Νέαιρα
View word page
ναυφυλακέω
guard a ship
ShortDef
guard a ship
Debugging
Headword:
ναυφυλακέω
Headword (normalized):
ναυφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
ναυφυλακεω
IDX:
58837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58838
Key:
Data
{'content': 'guard a ship'}