Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυτίλλομαι
ναυτίλος
ναυτιλοφθόρος
ναυτιώδης
ναυτοδίκαι
ναυτολογέω
ναυτολόγος
ναυτοπαίδιον
ναυφάγος
ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
νέα
νεάγγελτος
View word page
ναύφθορος
shipwrecked

ShortDef

shipwrecked

Debugging

Headword:
ναύφθορος
Headword (normalized):
ναύφθορος
Headword (normalized/stripped):
ναυφθορος
IDX:
58835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58836
Key:

Data

{'content': 'shipwrecked'}