Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυτιλία
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναυτίλος
ναυτιλοφθόρος
ναυτιώδης
ναυτοδίκαι
ναυτολογέω
ναυτολόγος
ναυτοπαίδιον
ναυφάγος
ναυφθορία
ναύφθορος
ναύφρακτος
ναυφυλακέω
ναυφύλαξ
νάφθα
ναφρόν
Ναχώρης
νάω
νεʹ
View word page
ναυφάγος
ship-devouring, wrecking

ShortDef

ship-devouring, wrecking

Debugging

Headword:
ναυφάγος
Headword (normalized):
ναυφάγος
Headword (normalized/stripped):
ναυφαγος
IDX:
58833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58834
Key:

Data

{'content': 'ship-devouring, wrecking'}