Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
ἀνακραυγάζω
View word page
ἀνακοσμέω
adorn anew, restore

ShortDef

adorn anew, restore

Debugging

Headword:
ἀνακοσμέω
Headword (normalized):
ἀνακοσμέω
Headword (normalized/stripped):
ανακοσμεω
IDX:
5882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5883
Key:

Data

{'content': 'adorn anew, restore'}