Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναύτας
ναυτεία
ναύτης
ναυτία
ναυτιάω
ναυτικός
ναυτιλέῳ
ναυτιλία
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναυτίλος
ναυτιλοφθόρος
ναυτιώδης
ναυτοδίκαι
ναυτολογέω
ναυτολόγος
ναυτοπαίδιον
ναυφάγος
View word page
ναυτιλία
sailing, seamanship

ShortDef

sailing, seamanship

Debugging

Headword:
ναυτιλία
Headword (normalized):
ναυτιλία
Headword (normalized/stripped):
ναυτιλια
IDX:
58823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58824
Key:

Data

{'content': 'sailing, seamanship'}