Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρατέω
View word page
ἀνακορέω
sweep again
ShortDef
sweep again
Debugging
Headword:
ἀνακορέω
Headword (normalized):
ἀνακορέω
Headword (normalized/stripped):
ανακορεω
IDX:
5881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5882
Key:
Data
{'content': 'sweep again'}