Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναύτας
ναυτεία
ναύτης
ναυτία
ναυτιάω
ναυτικός
ναυτιλέῳ
ναυτιλία
ναυτιλίη
ναυτίλλομαι
ναυτίλος
ναυτιλοφθόρος
View word page
ναυτεία
naval affairs
ShortDef
naval affairs
Debugging
Headword:
ναυτεία
Headword (normalized):
ναυτεία
Headword (normalized/stripped):
ναυτεια
IDX:
58817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58818
Key:
Data
{'content': 'naval affairs'}