Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναύτας
ναυτεία
ναύτης
ναυτία
ναυτιάω
ναυτικός
ναυτιλέῳ
ναυτιλία
View word page
ναυστολογέω
take as a passenger

ShortDef

take as a passenger

Debugging

Headword:
ναυστολογέω
Headword (normalized):
ναυστολογέω
Headword (normalized/stripped):
ναυστολογεω
IDX:
58813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58814
Key:

Data

{'content': 'take as a passenger'}