Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυσιπόρος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναύτας
ναυτεία
ναύτης
ναυτία
ναυτιάω
ναυτικός
ναυτιλέῳ
View word page
ναυστολία
a going by sea, naval expedition

ShortDef

a going by sea, naval expedition

Debugging

Headword:
ναυστολία
Headword (normalized):
ναυστολία
Headword (normalized/stripped):
ναυστολια
IDX:
58812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58813
Key:

Data

{'content': 'a going by sea, naval expedition'}