Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυσίποδες
ναυσίπομπος
ναυσιπόρος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναύτας
ναυτεία
ναύτης
ναυτία
ναυτιάω
View word page
ναυστολέω
to carry by ship

ShortDef

to carry by ship

Debugging

Headword:
ναυστολέω
Headword (normalized):
ναυστολέω
Headword (normalized/stripped):
ναυστολεω
IDX:
58810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58811
Key:

Data

{'content': 'to carry by ship'}