Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
View word page
ἀνακόπτω
to drive back
ShortDef
to drive back
Debugging
Headword:
ἀνακόπτω
Headword (normalized):
ἀνακόπτω
Headword (normalized/stripped):
ανακοπτω
IDX:
5880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5881
Key:
Data
{'content': 'to drive back'}