Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ναυσίνοος
ναυσιόεις
ναυσιπέδη
ναυσιπέρατος
ναυσίποδες
ναυσίπομπος
ναυσιπόρος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναύτας
View word page
ναυσιφόρητος
carried by ship, seafaring

ShortDef

carried by ship, seafaring

Debugging

Headword:
ναυσιφόρητος
Headword (normalized):
ναυσιφόρητος
Headword (normalized/stripped):
ναυσιφορητος
IDX:
58806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58807
Key:

Data

{'content': 'carried by ship, seafaring'}