Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ναυσικάα
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
Ναυσίνοος
ναυσιόεις
ναυσιπέδη
ναυσιπέρατος
ναυσίποδες
ναυσίπομπος
ναυσιπόρος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
View word page
ναυσίπορος
traversed by ships, navigable
ShortDef
traversed by ships, navigable
Debugging
Headword:
ναυσίπορος
Headword (normalized):
ναυσίπορος
Headword (normalized/stripped):
ναυσιπορος
IDX:
58803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58804
Key:
Data
{'content': 'traversed by ships, navigable'}