Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυσίδρομος
Ναυσίθοος
Ναυσικάα
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
Ναυσίνοος
ναυσιόεις
ναυσιπέδη
ναυσιπέρατος
ναυσίποδες
ναυσίπομπος
ναυσιπόρος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστόλημα
View word page
ναυσίπομπος
ship-wafting

ShortDef

ship-wafting

Debugging

Headword:
ναυσίπομπος
Headword (normalized):
ναυσίπομπος
Headword (normalized/stripped):
ναυσιπομπος
IDX:
58801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58802
Key:

Data

{'content': 'ship-wafting'}