Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
ἀνακραδεύω
ἀνακράζω
View word page
ἀνακοπτέον
one must remove, eliminate
ShortDef
one must remove, eliminate
Debugging
Headword:
ἀνακοπτέον
Headword (normalized):
ἀνακοπτέον
Headword (normalized/stripped):
ανακοπτεον
IDX:
5879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5880
Key:
Data
{'content': 'one must remove, eliminate'}