Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἄγλυ
ἄγλυφος
ἀγλωσσία
ἄγλωσσος
ἄγμα
ἀγμός
ἀγναῖος
ἄγναμπτος
ἄγναπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
ἁγνευτήριον
ἁγνευτικός
ἁγνεύτρια
View word page
ἄγμα
a fragment (DGE, LSJ; ML ἆγμα)
ShortDef
a fragment (DGE, LSJ; ML ἆγμα)
Debugging
Headword:
ἄγμα
Headword (normalized):
ἄγμα
Headword (normalized/stripped):
αγμα
IDX:
587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-588
Key:
Data
{'content': 'a fragment (DGE, LSJ; ML ἆγμα)'}