Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυσθλόω
ναυσίασις
ναυσίβιος
ναυσίδρομος
Ναυσίθοος
Ναυσικάα
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
Ναυσίνοος
ναυσιόεις
ναυσιπέδη
ναυσιπέρατος
ναυσίποδες
ναυσίπομπος
ναυσιπόρος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
View word page
ναυσιπέδη
anchor
ShortDef
anchor
Debugging
Headword:
ναυσιπέδη
Headword (normalized):
ναυσιπέδη
Headword (normalized/stripped):
ναυσιπεδη
IDX:
58798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58799
Key:
Data
{'content': 'anchor'}