Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
Ναύπλιος
ναύπλιος
ναύπορος
ναυπόρος
ναύπρηστις
ναυπρύτανις
ναυρός
ναῦς
ναυσθλόω
ναυσίασις
ναυσίβιος
ναυσίδρομος
Ναυσίθοος
Ναυσικάα
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
Ναυσίνοος
ναυσιόεις
View word page
ναῦς
a ship
ShortDef
a ship
Debugging
Headword:
ναῦς
Headword (normalized):
ναῦς
Headword (normalized/stripped):
ναυς
IDX:
58787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58788
Key:
Data
{'content': 'a ship'}