Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυπηγήσιμος
ναυπηγία
ναυπηγικόν
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
Ναύπλιος
ναύπλιος
ναύπορος
ναυπόρος
ναύπρηστις
ναυπρύτανις
ναυρός
ναῦς
ναυσθλόω
ναυσίασις
ναυσίβιος
ναυσίδρομος
Ναυσίθοος
View word page
ναύπορος
ship-frequented
ShortDef
ship-frequented
Debugging
Headword:
ναύπορος
Headword (normalized):
ναύπορος
Headword (normalized/stripped):
ναυπορος
IDX:
58782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58783
Key:
Data
{'content': 'ship-frequented'}