Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακούφισμα
ἀνάκοψις
View word page
ἀνακοντίζω
to dart
ShortDef
to dart
Debugging
Headword:
ἀνακοντίζω
Headword (normalized):
ἀνακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακοντιζω
IDX:
5877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5878
Key:
Data
{'content': 'to dart'}