Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναύμαχος
Ναυπάκτιος
Ναύπακτος
ναυπηγεῖον
ναυπηγέω
ναυπηγής
ναυπηγήσιμος
ναυπηγία
ναυπηγικόν
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
Ναύπλιος
ναύπλιος
ναύπορος
ναυπόρος
ναύπρηστις
ναυπρύτανις
ναυρός
View word page
ναυπήγιον
a shipbuilder's-yard, dockyard
ShortDef
a shipbuilder's-yard, dockyard
Debugging
Headword:
ναυπήγιον
Headword (normalized):
ναυπήγιον
Headword (normalized/stripped):
ναυπηγιον
IDX:
58776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58777
Key:
Data
{'content': "a shipbuilder's-yard, dockyard"}