Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυμαχία
ναυμάχος
ναύμαχος
Ναυπάκτιος
Ναύπακτος
ναυπηγεῖον
ναυπηγέω
ναυπηγής
ναυπηγήσιμος
ναυπηγία
ναυπηγικόν
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
Ναύπλιος
ναύπλιος
ναύπορος
ναυπόρος
ναύπρηστις
View word page
ναυπηγικόν
contract for building a ship (see -ος)
ShortDef
contract for building a ship (see -ος)
Debugging
Headword:
ναυπηγικόν
Headword (normalized):
ναυπηγικόν
Headword (normalized/stripped):
ναυπηγικον
IDX:
58774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58775
Key:
Data
{'content': 'contract for building a ship (see -ος)'}