Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυμαχητέον
ναυμαχητέος
ναυμαχία
ναυμάχος
ναύμαχος
Ναυπάκτιος
Ναύπακτος
ναυπηγεῖον
ναυπηγέω
ναυπηγής
ναυπηγήσιμος
ναυπηγία
ναυπηγικόν
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
Ναύπλιος
ναύπλιος
ναύπορος
View word page
ναυπηγήσιμος
useful in shipbuilding

ShortDef

useful in shipbuilding

Debugging

Headword:
ναυπηγήσιμος
Headword (normalized):
ναυπηγήσιμος
Headword (normalized/stripped):
ναυπηγησιμος
IDX:
58772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58773
Key:

Data

{'content': 'useful in shipbuilding'}