Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυμαχέω
ναυμαχησείω
ναυμαχητέον
ναυμαχητέος
ναυμαχία
ναυμάχος
ναύμαχος
Ναυπάκτιος
Ναύπακτος
ναυπηγεῖον
ναυπηγέω
ναυπηγής
ναυπηγήσιμος
ναυπηγία
ναυπηγικόν
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
Ναύπλιος
View word page
ναυπηγέω
to build ships

ShortDef

to build ships

Debugging

Headword:
ναυπηγέω
Headword (normalized):
ναυπηγέω
Headword (normalized/stripped):
ναυπηγεω
IDX:
58770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58771
Key:

Data

{'content': 'to build ships'}