Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυκρατής
ναυκρατητικός
ναυκρατία
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναυλοδόκος
ναῦλος
ναυλοχέω
ναυλοχία
ναύλοχος
ναυλόω
ναυλώσιμος
ναυλωτικός
ναυμαχέω
ναυμαχησείω
ναυμαχητέον
ναυμαχητέος
ναυμαχία
ναυμάχος
ναύμαχος
Ναυπάκτιος
View word page
ναυλόω
let one's ship for hire

ShortDef

let one's ship for hire

Debugging

Headword:
ναυλόω
Headword (normalized):
ναυλόω
Headword (normalized/stripped):
ναυλοω
IDX:
58757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58758
Key:

Data

{'content': "let one's ship for hire"}