Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκράτης
ναυκρατής
ναυκρατητικός
ναυκρατία
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναυλοδόκος
ναῦλος
ναυλοχέω
ναυλοχία
ναύλοχος
ναυλόω
ναυλώσιμος
ναυλωτικός
ναυμαχέω
ναυμαχησείω
ναυμαχητέον
ναυμαχητέος
ναυμαχία
View word page
ναυλοχέω
to lie in a harbour

ShortDef

to lie in a harbour

Debugging

Headword:
ναυλοχέω
Headword (normalized):
ναυλοχέω
Headword (normalized/stripped):
ναυλοχεω
IDX:
58754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58755
Key:

Data

{'content': 'to lie in a harbour'}