Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
ἀνακουφίζω
View word page
ἀνακομίζω
to carry up
ShortDef
to carry up
Debugging
Headword:
ἀνακομίζω
Headword (normalized):
ἀνακομίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακομιζω
IDX:
5874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5875
Key:
Data
{'content': 'to carry up'}